Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτσούνα η [mutsúna] Ο25α : (παρωχ.) μάσκα ιδίως αποκριάτικη. || (επέκτ.) το πρόσωπο.
μουτσουνάρα η YΠΟKΟΡ. [μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone `που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια΄ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.) θηλ. κατά το φάτσα· μουτσούν(α) -άρα]