Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτζούρης ο [mudzúris] & μουντζούρης ο [mundzúris] Ο11 : (οικ.) 1α. άνθρωπος λερωμένος με μουτζούρες: Είναι πάντα ~, γιατί πουλάει κάρβουνα. β. τεχνίτης που δουλεύει σε μηχανές και ιδίως σε μηχανουργείο. 2α. τρένο με ατμομηχανή η οποία λειτουργεί με κάρβουνο: Φαντάροι που ταξίδευαν με το μουτζούρη. β. είδος χαρτοπαιγνίου.
[μουτζούρ(α), μουντζούρ(α) -ης]