Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουτζουρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουτζουρώνω [mudzuróno] -ομαι & μουντζουρώνω [mundzuróno] -ομαι Ρ1 : λερώνω κτ. με μουτζούρες: Mουτζούρωσε τα χέρια του με μελάνι. Mουτζουρώθηκε ολόκληρος προσπαθώντας να καθαρίσει τη σόμπα. ΦΡ ~ χαρτιά, γράφω χωρίς να προσέχω. ~ κπ., του καταλογίζω επιβαρυντική πράξη ή χαρακτηρισμό: Δεν μπορούσε να διοριστεί, γιατί ήταν μουτζουρωμένο το ποινικό του μητρώο, βεβαρυμένο. ~ την τιμή / την υπόληψη κάποιου, τη θίγω.

[μσν. *μουτζουρώνω, *μουντζουρώνω (πρβ. μσν. μουτζουλώνω, μουρτζουλώνω) < μουτζούρ(α), μουντζούρ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες