Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσώνας ο [musónas] Ο2 : ονομασία περιοδικών τροπικών ανέμων που φυσούν το χειμώνα από τη στεριά προς τη θάλασσα και το καλοκαίρι από τη θάλασσα προς τη στεριά: Xειμερινοί / καλοκαιρινοί μουσώνες. Οι μουσώνες του Iνδικού Ωκεανού. Περίοδος των μουσώνων.
[λόγ. μουσ(ών) -ώνας < γαλλ. mousson ('85 αραβ.)]