Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστάκι το [mustáki] Ο44 : 1α. το τρίχωμα που φυτρώνει στο άνω χείλος των αντρών: Aφήνω ~ / μουστάκια. Kόβω το ~ μου / τα μουστάκια μου. Παριστάνει τον άντρα, ενώ δεν έβγαλε ακόμα ~, δεν άρχισε ακόμα αυτό να φυτρώνει και με επέκταση, δε μεγάλωσε ακόμη. ΦΡ γελούν* και τα μουστάκια του. γελώ* κάτω από τα μουστάκια μου. τρώνε* τα μουστάκια τους. || το χνούδι που υπάρχει στο άνω χείλος των γυναικών: Έκα νε αποτρίχωση στο ~. β. (προφ.) έντονα ίχνη που μένουν στα χείλη, όταν πίνουμε ή τρώμε κτ. 2α. οι μακριές τρίχες που φυτρώνουν στο άνω χείλος ορισμένων ζώων: Tα μουστάκια της γάτας / του μπαρμπουνιού / του λιονταριού / του ποντικιού. β. οι νηματοειδείς αποφύσεις που αποτελούν γνώρισμα ορισμέ νων φυτών: Tα μουστάκια του καλαμποκιού.
μουστακάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. μουστάκα η MΕΓΕΘ ιδίως στη σημ. 1. [μσν. μουστάκι(ν) < ελνστ. μουστάκιον υποκορ. του αρχ. διαλεκτ. (δωρ.) μύσταξ· μουστάκ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστάκιας ο [mustákas] Ο4 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο μουστακαλής.
[μου στ(άκι) -άκιας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκιον το· μουσθάκι· μουστάκι· μουστάκιν.
-
- 1)
- α) Μουστάκι:
- (Προδρ. IV 222)·
- οι Τούρκοι όλοι το γένειον είχον εξυρισμένον πάρεξ του μουστακίου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398)·
- (σκωπτ.):
- Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν (Σπανός A 366)·
- β) (προκ. για ζώα):
- μεγαλομουστακάτε (ενν. ποντικέ), τι μου σεις το μουστάκιν σου …; (Διήγ. παιδ. 128).
- α) Μουστάκι:
- 2) Πρόσωπο· όψη:
- εσύ έχεις ένα άσχημον μουστάκιον (Μπερτόλδος 60)·
- φρ. δεν (εδώ μην) έχω μουστάκι να φανώ = ντρέπομαι, δεν τολμώ να εμφανιστώ:
- (Μπερτόλδος 83). [<ουσ. μυστάκιον (Steph.) <αρχ. ουσ. μύσταξ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν σε Γλωσσάρ. (Meursius, λ. ‑ιον, όπου και τ. μυστάκιν) σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. στο Steph. (λ. μούστον) και στο Meursius]
- 1)