Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκα η.
-
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. για κ. μη πραγματικό):
- την δε μουστάκαν αυτού γελοίως εκτένιζεν (Σπανός D 714).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. για κ. μη πραγματικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστακαλής ο [mustakalís] Ο8 : (οικ.) αυτός που έχει πολύ μεγάλο μουστάκι.
[μουστάκ(ι) -αλής]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστακάτος, επίθ.
-
- α) Που έχει μουστάκι:
- (Συναδ. φ. 71r)·
- (σκωπτ.):
- σπανέ … μουστακάτε (Σπανός A 153)·
- β) (προκ. για το ψάρι μπαρμπούνι):
- τριγλία μουστακάτα (Προδρ. IV 184).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που έχει μουστάκι: