Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσούδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μουσούδα η.
— Βλ. και μουσούνα.
  • Μεγάλο ρύγχος· (εδώ ειρων. σε συνεκδ. και επιθετ. χρ.) που έχει μεγάλο ράμφος:
    • την χήνα την μουσούδα (Πουλολ. 102 κριτ. υπ).

[<ουσ. μουσούδι(ν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες