Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσουργός ο [musurγós] Ο17 : δημιουργός μουσικού έργου ιδίως μεγάλης αξίας· (πρβ. μουσικοσυνθέτης).
[λόγ. < ελνστ. μουσουργός, αρχ. σημ.: `τραγουδίστρια΄]