Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσουλμανικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μουσουλμανικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στους μουσουλμάνους:
    • κτίσιμον μετζιτίου ή άλλου τινός τόπου μουσουλμανικού (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 272).

[<ουσ. μουσουλμάνος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσουλμανικός -ή -ό [musulmanikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μουσουλμανισμό ή στους μουσουλμάνους· ισλαμικός, μωαμεθανικός: Mουσουλμανική θρησκεία / τέχνη. Ο ~ κόσμος. Mουσουλμανικό τέμενος / δίκαιο / ημερολόγιο / κράτος.

[λόγ. < μσν. μουσουλμανικός < μουσουλμάν(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες