Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσικός ο [musikós] Ο17 θηλ. μουσικός [musikós] Ο34 : δημιουργός ή εκτελεστής μουσικών έργων ή δάσκαλος της μουσικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουσικός, επίθ.
-
- 1) Που αναφέρεται στη μουσική ή που έχει σχέση με αυτήν:
- (Θησ. Θ́ [378]).
- 2) Που παράγει μουσική· μελωδικός:
- μουσικά … τύμπανα (Ιμπ. (Legr.) 516)·
- αηδόνα μουσική (Διγ. A 1971).
- 3) Που έχει, δείχνει αρμονία, καλαισθησία:
- επάνω εις ψιλά λινά … να χρυσοκλαβαρίζουσιν … με πάσαν τέχνην μουσικήν ωσάν καλοί ζωγράφοι (Γεωργηλ., Θαν. 175).
- Το αρσ. ως ουσ. = μελοποιός· τραγουδιστής, εκτελεστής μιας μουσικής σύνθεσης:
- (Αργυρ., Βάρν. K 38)·
- Μουσικέ, το τραγούδι σου πλια ανάφτει την καρδιά μου (Ζήν. Β́ 75).
- Το ουδ. ως ουσ. (στον πληθ.) = μουσικά όργανα:
- Να είδες χαράν ανέκφραστον … και μουσικά απλήρωτα (Ιμπ. 472).
[αρχ. επίθ. μουσικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται στη μουσική ή που έχει σχέση με αυτήν:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσικός -ή -ό [musikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσική: Mουσική νότα / κλίμακα / σύνθεση / γραφή / μορφή. ~ φθόγγος. Mουσικό ταλέντο. ~ τόνος*. ANT δυναμικός τόνος. || Mουσικό αυτί, για άνθρωπο που έχει έμφυτη την ικανότητα να καταλαβαίνει τη μουσική. || (ως ουσ.) ο μουσικός*. α. που δημιουργεί μουσική: Mουσικά όργανα. β. που χαρακτηρίζεται από μουσική: Mουσική βραδιά / κωμωδία. Mουσικό δράμα. 2. που χαρακτηρίζεται από μουσικότητα: ~ ήχος. Ένα από τα τελειότερα και μουσικότερα έργα του ποιητή.
μουσικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [λόγ.: 1: αρχ. μουσικός `ακόλουθος των Μουσών, άνθρωπος των γραμμάτων, εξασκημένος στη μουσική΄ κατά τη σημ. της λ. μουσική· 2: σημδ. γαλλ. musical]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]