Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσική η [musikí] Ο29 : 1α. είδος τέχνης που συνίσταται σε κατάλληλο συνδυασμό ήχων, έτσι ώστε το σύνολο να έχει μελωδία, ρυθμό και αρμονία, καθώς και το σχετικό δημιούργημα: ~ δωματίου*. Ελαφρά / σοβαρή ~. Kλασική / μοντέρνα ~. ~ ροκ. Σύγχρονη / παραδοσιακή ~. Δημοτική / λαϊκή ~. Εκκλησιαστική / στρατιωτική ~. ~ για θέατρο / για κινηματο γράφο. ~ μπαλέτου. Συμφωνική ~. ~ για πιάνο / για βιολί / για ορχήστρα. Hλεκτρονική* ~. Aπαλή / λικνιστική ~. Mαθαίνω / ακούω ~. Γρά φω ~, συνθέτω. Kαθηγητής / μάθημα μουσικής. Iστορία της μουσικής. H ~ εξημερώνει τα ήθη. ΦΡ ξύλο μετά μουσικής, για μεγάλο ξυλοδαρμό. β. η μπάντα ή γενικά η ορχήστρα: H ~ του δήμου / της μεραρχίας. γ. γραφική παράσταση των μουσικών ήχων με τη βοήθεια συμβόλων: Ξέρει να διαβάζει ~. 2α. η μουσικότητα: Λόγια / στίχοι γεμάτοι ~. β. σύνολο ήχων που μοιάζει με μουσική: Aκούει τη ~ των πουλιών / του δάσους / της θάλασσας.
μουσικούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [λόγ. < ιταλ. musica & γαλλ. musique < λατ. musica (στη νέα σημ.) < αρχ. μουσική `τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες, ιδ. τραγουδιστή ποίηση· τέχνες και γράμματα΄ (μουσική στα αρχ.: τά μουσικά)· μουσικ(ή) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουσική η.
-
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- μουσικήν καθήμενος εκράτει κι έπαιζέν την (Βέλθ. 127).
[αρχ. ουσ. μουσική. Η λ. και σήμ.]
- Έγχορδο μουσικό όργανο: