Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσαμάς ο [musamás] Ο1 : 1. ύφασμα που περιέχει ειδικά υλικά, ιδίως κερί, ώστε να είναι αδιάβροχο. || μουσαμάς για ειδική χρήση: Ο ~ του τραπεζιού / του πατώματος. || μουσαμάς για ζωγραφική: Zωγραφίζει σε μουσαμά. 2. (παρωχ.) το αδιάβροχο.
[τουρκ. muşamba [-ámba] (από τα αραβ.), διαλεκτ. muşamma [-amá] -ς]