Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουρντάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρντάρης ο [murdáris] Ο11 θηλ. μουρντάρα [murdára] Ο25α : 1. (οικ.) αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: Kανείς δεν τον βάζει στο σπίτι του, γιατί είναι πολύ ~. || (ως επίθ.). 2. (λαϊκότρ. και ως επίθ.) βρομιάρης.

[τουρκ. murdar `βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρντάρης ο· μουρτάρης.
  • Βρόμικος, ακάθαρτος, διεφθαρμένος· (εδώ υβριστ. για αλλόπιστο, άπιστο):
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 12521).

[<τουρκ. murdar. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες