Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμούρισμα το [murmúrizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουρμουρίζω.
[μσν. μουρμούρισμα < μουρμουρισ- (μουρμουρίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουρμούρισμα το· μουρμούρισμαν.
-
- 1) Ψίθυρος, μουρμουρητό:
- το κρυφό μουρμούρισμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [720]).
- 2) Γκρίνια, μεμψιμοιρία:
- γρίνιες και μουρμουρίσματα (Πανώρ. Β́ 15).
[<αόρ. του μουρμουρίζω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ψίθυρος, μουρμουρητό: