Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουρμούρα η.
-
- α) Γκρίνια, μεμψιμοιρία, γογγυσμός:
- η λύπη τον εσκέπασεν, πιάνει τον κι η μουρμούρα (Ιστ. Βλαχ. 964)·
- β) (μεταφ. προκ. για το γουργουρητό άδειας κοιλιάς):
- παίρνουσι τα λόγια σου τση πείνας τη μουρμούρα; (Φορτουν. Ά 229).
[<μουρμουρίζω + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ.]
- α) Γκρίνια, μεμψιμοιρία, γογγυσμός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμούρα 1 η [murmúra] Ο25α : 1. μουρμούρισμα με το οποίο κάποιος εκφράζει παράπονο ή διαμαρτυρία: Πάψε τη ~· δεν την αντέχω. 2. το μουρμουρητό.
[μουρμουρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμούρα 2 η : ψάρι με επίμηκες σώμα είκοσι ως τριάντα εκατοστών.
μουρμουράκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. μορμύρος ὁ με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και παρετυμ. μουρμούρα 1(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμουράω [murmuráo] Ρ10.1α : (προφ.) μουρμουρίζω1: Tι κάθεσαι και μουρμουράς τόσην ώρα;
[μουρμουρ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. μουρμουρισ-]