Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμουρητό το [murmuritó] Ο38 : 1α. ο υπόκωφος θόρυβος που παράγει ο άνθρωπος, όταν μουρμουρίζει: Ένα αδιάκοπο ~ έβγαινε από τη γεμάτη αίθουσα. Mουρμουρητά αποδοκιμασίας συνόδεψαν την είσοδο του υπουργού. β. η μουρμούρα 1. 2. (λογοτ.) κάθε ήχος που μοιάζει με μουρμουρητό: Mόνο το ~ του νερού μέσα στο αυλάκι έσπαζε την ησυχία της νύχτας.
[μουρμουρ(ίζω) -ητό]