Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμουρίζω [murmurízo] Ρ2.1α : 1α. μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυριστά και υπόκωφα, έτσι ώστε να μην ακούγεται καθαρά αυτό που λέω: Mουρμουρίζει συνεχώς χωρίς κανείς να τον ακούει. Tι μουρμουρίζετε κρυφά εσείς εκεί κάτω; Mπαινόβγαινε μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. β. μουρμουρίζω, όταν παραπονιέμαι ή όταν διαμαρτύρομαι: Mε την ακρίβεια και την ανεργία ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει. 2. (λογοτ.) παράγω ήχο ο οποίος μοιάζει με ανθρώπινο μουρμούρισμα: Mουρμουρίζει το νερό στο ρυάκι. Mουρμουρίζουν τα φύλλα του δέντρου με το φύσημα της αύρας.
[μσν. μουρμουρίζω < ελνστ.(;) μορμυρίζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] ) < αρχ. μορμύρ(ω) ηχομιμ., μεταπλ. -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουρμουρίζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) (Προκ. για ροή νερού) προκαλώ βοή, βουητό, ήχο υπόκωφο· (εδώ σε μεταφ.):
- ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει (Στάθ. Β́ 2).
- 2) Λέω κ. σιγά και συγκεχυμένα, μουρμουρίζω κ.:
- (Μαρκάδ. 429)·
- έβλεπαν ένας τον άλλον και εμουρμούριζαν: «Μήνα είναι ετούτος …;» (Διγ. Άνδρ. 37918)·
- φρ. μουρμουρίζω το γούι = θρηνώ:
- (Πουλολ. 420).
- 1) (Προκ. για ροή νερού) προκαλώ βοή, βουητό, ήχο υπόκωφο· (εδώ σε μεταφ.):
- Β́ Αμτβ.
- 1) Ψιθυρίζω· κρυφομιλώ:
- (Προδρ. IV 250)·
- στ' αφτί του μουρμουρίζει (Αλεξ. 1176)·
- μέσα της μουρμουρίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1044]).
- 2) Μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, δυσανασχετώ:
- ποτέ δεν κοντεντάρουνται, μα πάντα μουρμουρίζου (Πανώρ. Β́ 9)·
- διατί 'τον το νερόν πικρόν, όλοι τους μουρμουρίζουν (Χούμνου, Κοσμογ. 2522).
- 1) Ψιθυρίζω· κρυφομιλώ:
[<παλαιότ. μορμυρίζω (Ησύχ., Σούδα· <αρχ. μορμύρω). Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Μτβ.