Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουρμουράω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρμουράω [murmuráo] Ρ10.1α : (προφ.) μουρμουρίζω1: Tι κάθεσαι και μουρμουράς τόσην ώρα;

[μουρμουρ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. μουρμουρισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες