Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρλός -ή -ό [murlós] Ε1 : ζουρλός. α. που η συμπεριφορά του δείχνει έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, ωριμότητας: ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις; Έτρεχαν σαν μουρλοί από τη βιασύνη τους. || ασύνετος, επιπόλαιος: Mουρλέ, τι πήγες κι είπες; || (ως ουσ.) ο μουρλός, θηλ. μουρλή. ΦΡ γίνεται της μουρλής, για μεγάλη ακαταστασία ή φασαρία. β. ως ειρωνικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει συμπεριφορά ιδιόρρυθμη, εκκεντρική. || που έχει τη μανία ενασχόλησης με κτ.: Είναι ~ με το ποδόσφαιρο.
[βεν. murlo(n) `χαζός΄ -ς από ταύτιση του τελ. [n] με το -ν της αιτ. που υπήρχε ακόμη στα ελλην.]