Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουριά η [murjá] Ο24 : δέντρο με οδοντωτά φύλλα που χρησιμοποιούνται ως τροφή του μεταξοσκώληκα: Ξύλο μουριάς. Kαρπός της μουριάς είναι το μούρο. Mαύρη / άσπρη ~, με μαύρους ή ανοιχτόχρωμους καρπούς αντίστοιχα.
[μσν. μουριά < μουρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. μορέα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουριά η,
- βλ. μορέα.