Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουράγιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουράγιο το [murájo] Ο39 : (λογοτ.) μόλος.

[μσνλατ. muragi(um) -ο ή βεν. *muragia (πρβ. ιταλ. muraglia) `τείχη΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες