Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουνόπανο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουνόπανο το [munópano] Ο41 : (χυδ.) 1. η σερβιέτα. 2. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο.

[μουν(ί) -ο- + παν(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες