Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μούντος, επίθ.
-
- (Προκ. για ζώο) σκούρος:
- γαϊδάρα μούντα γαλανή (Βαρούχ. 8168).
- Το αρσ. ως ουσ. = άλογο με σκούρο χρώμα:
- εκαβαλίκευσα τον θαυμαστόν τον μούντον (Διγ. Z 3019· Αχιλλ. (Smith) N 1298).
[αβέβ. ετυμ.· όχι πολύ πιθ. <μεσν. επίθ. *μουντός <αρχ. μυνδός «μουγγός» (Χατζιδάκις, Ανδρ., λ. ‑ός) ή <παλαιότ. σλαβ. motĭnӑ «θολός» (Meyer, NS II 41, Τριαντ., Άπ. Ά 331, Ανδρ.). Τ. ‑ός σήμ. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Ξιούτας 1978: 42)]
- (Προκ. για ζώο) σκούρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουντός -ή -ό [mundós] Ε1 : που δεν είναι αρκετά φωτεινός ή λαμπερός: Mουντό χρώμα, όχι έντονο. Mουντό σύννεφο, με σκούρο χρώμα. ~ καιρός. Mια μουντή φθινοπωρινή μέρα.
[μσν. *μουντός (πρβ. μσν. μούντος υποχωρ.) ίσως < σλαβ. monĭt(ŭ) `σκοτεινός, θολός΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) με συγκ. του άτ. [i] ]