Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουντζούρα η.
-
- Λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 126).
[<ουσ. μούντζα + κατάλ. ‑ούρα. Η λ. και τ. μουτζ‑ και σήμ.]
- Λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. μούντζα + κατάλ. ‑ούρα. Η λ. και τ. μουτζ‑ και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |