Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουντζουρώνω· μουρτζουλώνω· μουτζουλώνω.
-
- Αλείφω το πρόσωπο κάπ. με καπνιά για διαπόμπευση:
- μούτζωσέ τον, ήγουν μουτζούλωσε το πρόσωπόν τους …· μουρτζούλωσέ τον, κάτσε τον εις το γομάρι … (Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 295).
[<ουσ. μουντζούρα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. μουρτζουλ‑ και σήμ. ιδιωμ.· τ. μουντζουλ‑ ποντ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αλείφω το πρόσωπο κάπ. με καπνιά για διαπόμπευση: