Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουντάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουντάρω [mundáro] Ρ6α : ορμώ, χυμώ.

[μσν. μουντάρω `ανεβαίνω, κάνω επίθεση΄ < ιταλ. montar(e) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) (δες και μοντάρω)]

[Λεξικό Κριαρά]
μουντάρω,
βλ. μοντάρω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες