Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουνί το [muní] Ο43 : (χυδ.) 1. το αιδοίο. ΦΡ ~ (καπέλο): α. για ακαταστασία, ζημιά ή αναστάτωση: Mετά το πάρτι το σπίτι ήταν ~ (καπέλο). β. για άσχημη εξέλιξη. γ. για φασαρία: Πάλι ~ καπέλο έγιναν με τον άντρα της. έλα ~ στον τόπο σου, για να δηλώσουμε τη μεγάλη μας έκπληξη. το ~ σέρνει καράβι, για να τονιστεί η έντονη επιρροή που ασκούν κάποτε οι γυναίκες στους άντρες. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται και το ~ χτενίζεται, για κπ. που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, αδιαφορώντας για τα σημαντικά. 2. (μτφ.) για πολύ όμορφη και ελκυστική κοπέλα. 3. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο: Πήγε να με κλέψει το ~.
μουνάκι το YΠΟKΟΡ. μουνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. μουνάρα η MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2. μούναρος ο MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2. [αρχ. εὐνή `κρεβάτι, κρεβάτι του γάμου΄ ελνστ. υποκορ. *εὐνίον > μσν. *βνίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνίον (για την τροπή [vn > mn] σύγκρ. ευνούχος > μουνούχος, ελαύνω > λάμνω) > *μουνίον (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ., σύγκρ. *μνούχος > μουνούχος) > μσν. μουνίν ή < αρχ. μνοῦς `μαλακό πούπουλο, χνουδάκι΄ ελνστ. υποκορ. *μνίον > μσν. *μουνίον (όπως στην προηγ. υπόθεση) > μσν. μουνίν (πρβ. όμως και βεν. mona, ίδ. σημ.)· μουν(ί) -ίτσα· μουν(ί) μεγεθ. -άρα· μουν(ί) μεγεθ. -αρος]
- μουνίν το· μουνί.
-
- Γυναικείο αιδείο· (εδώ προκ. για ζώο θηλυκού γένους):
- (Διήγ. παιδ. 467)·
- γαδάρας μουνίν (Σπανός A 499).
[πιθ. <ουσ. *μνί(ον) <βινείν· βλ. και ΛΚΝ. Ο τ. στο Meursius (‑ή) και σήμ. Η λ. στο Meursius, ό.π.]
- Γυναικείο αιδείο· (εδώ προκ. για ζώο θηλυκού γένους):
- μουνιοτσάκατος, επίθ.
-
- Λ. πλαστή <ουσ. μουνίν + τσακάτι (= μέτωπο· πβ. καβουρομουνιομέτωπος):
- σπανέ, … βιλλάτε, κωλάτε … και μουνιοτσάκατε (Σπανός A 246 (έκδ. ‑άτε· διόρθ. κατά το χφ Καραναστάσης)).
- Λ. πλαστή <ουσ. μουνίν + τσακάτι (= μέτωπο· πβ. καβουρομουνιομέτωπος):
- μουνιτσιόν το· μουνετσιόν.
-
- Πολεμοφόδια:
- να πάρουν το μουνετσιόν της αυθεντίας από τα κάτεργα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 324v).
[<βεν. *munizion. Βλ. και μουνιτσιόνε. Πληθ. μονέτσια και μονετσιά σήμ. κρητ. και μουνετσιά σε έγγρ. του 1822]
- Πολεμοφόδια:
- μουνιτσιόνε η· μονετσιό· μονετσίον· μονιτσιόνε.
-
- α) Πολεμοφόδια:
- μπεργατιά … φορτωμένα μονετσιό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30819)·
- β) αποθήκη πυρομαχικών:
- έπεσεν η 'στια εις την μονετσιό του … απ' άναψεν κι εκάηκεν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5243).
[<ιταλ. munizione - παλαιότ. monizione, βεν. *monizion. Βλ. και μουνιτσιόν. Τ. μονετσιόν και πληθ. ‑ες το 17. αι.]
- α) Πολεμοφόδια: