Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουλωχτός -ή -ό [muloxtós] Ε1 : που γίνεται αθόρυβα, κρυφά, ώστε να μη γίνεται αντιληπτός.
μουλωχτά ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) στα ~, αθόρυβα, κρυφά: Kάνει τις δουλειές του στα ~. [μουλωκ- (μουλώνω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (πρβ. μσν. μουλωτός)]