Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουλάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλάς ο [mulás] Ο1 : τίτλος μουσουλμάνων κληρικών.

[τουρκ. molla, *mulla (πρβ. το περσ.) ή μσν. *μουλάς < περσ. mulla < αραβ. mawla]

[Λεξικό Κριαρά]
μουλάς ο.
  • Τίτλος των ανώτερων μουσουλμάνων ιεροδικαστών (καδήδων) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία:
    • να παγαίνομεν εις την Λάρισαν εις τον επίτροπον του βασιλέως μουλάν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 26714).

[<τουρκ. molla. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες