Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουλάρι το [mulári] Ο44 θηλ. μουλάρα* : 1. στείρο ζώο που προέρχεται από διασταύρωση φοράδας με γάιδαρο ή γαϊδούρας με άλογο και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο ιδίως σε ορεινές περιοχές· ημίονος: Δουλεύει σαν ~, πολύ σκληρά. 2. (υβρ.) για άνθρωπο πολύ πεισματάρη.
μουλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μουλάρι < μουλάριον υποκορ. του ελνστ. μούλα, μούλη < λατ. mula]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουλάριον το· μολάριον· μουλάρι· μουλάριν.
-
- Ημίονος, μουλάρι:
- ουδέ άνδρας έναι ουδέ γυναίκα και έχει διπλήν την φύσιν ώσπερ τα μουλάρια (Σπανός D 99· Διγ. Esc. 573).
[<ουσ. μούλα + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. μο‑ το 10. αι. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑η) και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε Γλωσσάρ. και στο Meursius]
- Ημίονος, μουλάρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουλαρίσιος -α -ο [mularísxos] Ε4 : που αναφέρεται στο μουλάρι: Mουλαρίσιο πείσμα.
[μουλάρ(ι) -ίσιος]