Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουδιάζω [muδjázo] Ρ2.1α μππ. μουδιασμένος* : 1α. νιώθω παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: Mούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα. Δεν μπορώ να περπατήσω, γιατί το πόδι μου είναι μουδιασμένο. || Mούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό. β. προκαλώ παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: H ένεση μου μούδιασε όλο το πόδι. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι σε έντονη αμηχανία και αδρανώ: Mούδιασαν οι αγωνιστές μαθαίνοντας την προδοσία της ηγεσίας τους. β. προκαλώ έντονη αμηχανία: Mε μούδιασε με τη συμπεριφορά του.
[μσν. μουδι(ώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μουδιασ- < αρχ. αἱμωδιῶ `ξινίζομαι΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουδιάζω.
-
- (Προκ. για τα δόντια) ναρκώνομαι παροδικά, μουδιάζω· (εδώ σε παροιμ.):
- οι πατέρες τρώσιν αγουρίδα …, οι οδόντες των παιδιών τους μουδιάζουσι (Αιτωλ., Βοηβ. 277).
[<αόρ. του μουδιώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Προκ. για τα δόντια) ναρκώνομαι παροδικά, μουδιάζω· (εδώ σε παροιμ.):