Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουγκρητό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουγκρητό το [muŋgritó] Ο38 : υπόκωφη και παρατεταμένη φωνή ζώου· μούγκρισμα: Όλα τα ζώα της ζούγκλας κρύφτηκαν στις φωλιές τους ακούγοντας το άγριο ~ του λιονταριού, το βρυχηθμό του. || (μτφ.): Tο ~ της θάλασσας.

[μουγκρ(ίζω) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες