Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουγκρίζω [muŋgrízo] Ρ2.1α : 1. (για ζώο) βγάζω υπόκωφη και παρατεταμένη φωνή: Mουγκρίζει το βόδι / το βουβάλι. Mουγκρίζει το λιοντάρι, βρυχάται. 2. (μτφ.) παράγω ήχο που μοιάζει με μούγκρισμα: Mουγκρίζει από τον πόνο σαν βόδι που το σφάζουν. Mουγκρίζει η μηχανή του αυτοκινήτου / η φουρτουνιασμένη θάλασσα.
[ελνστ. μουγκρίζω `δείχνω τα δόντια, γρυλίζω΄ ηχομιμ. (προφ. [mowg] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουγκρίζω· μογκρίζω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για ζώο) μουγκρίζω· αφήνω παρατεταμένη (υπόκωφη) φωνή:
- η αγελάδα … εμούγκριζε (Ροδινός 168)·
- Η αρκούδα εγριώθηκεν … και μουγκρίζει (Διγ. O 1333)·
- μουγκρίζουν τ’ άλογα (Ερωτόκρ. Δ́ 1692)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- κρούοντες (ενν. την γαστέρα) των … βουλκολάκων … εμόγκρισεν (Μάρκ., Βουλκ. 3509)·
- β) (σε παρομοίωση):
- ο γέρων … εμούγκρισεν ωσάν βόδιον (Διγ. Άνδρ. 38128· Ερωτόκρ. Β́́ 493).
- α) (Προκ. για ζώο) μουγκρίζω· αφήνω παρατεταμένη (υπόκωφη) φωνή:
- 2) (Μεταφ.)
- α) βγάζω άγριες φωνές ή βογγητά:
- Εύρεν η κόρη την γραφήν … μουγκρίζει εκ του θυμού της (Λίβ. Ρ 1682· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 90)·
- β) (υβριστ. αντί του «λέγω, μιλώ»):
- ο δυστυχής Γεργανός, … ασεβή διδασκαλίαν … φλυαρεί και μουγκρίζει (Ροδινός 84)·
- γ) (προκ. για δυνατό θόρυβο, βουητό):
- τα κανόνια … να μουγκρίζου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51520)·
- δ) (προκ. για φυσικά φαινόμενα):
- να βροντά ουρανός κι ο κόσμος να μουγκρίζει (Ερωτόκρ. Δ́ 660· Έ 1535).
- α) βγάζω άγριες φωνές ή βογγητά:
[ονοματοποιημένη λ. <φωνή μούου + κατάλ. ‑ρίζω. Η λ. σε σχόλ. (L‑S, TLG) και σήμ.]
- 1)