Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουγγός, επίθ.· μογγός.
-
- 1) Μουγγός:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2933).
- 2) (Μεταφ., σε επανάληψη για επίταση) χαμηλόφωνος, σιγανός ή που δε βγάζει ήχο:
- σάλπιγγες μουγγές μουγγές (Ερωτόκρ. Δ́ 1970).
[<παλαιότ. επίθ. μογγός (4. αι., L‑S)· πβ. μυκός στον Ησύχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μουγγός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουγγός -ή -ό [muŋgós] Ε1 : (για πρόσ.) που δεν μπορεί να μιλήσει· βουβός: α. λόγω φυσικής αδυναμίας· (πρβ. κωφάλαλος): Στη γειτονιά είχαν ένα μουγγό. ~ είσαι και δε μιλάς; β. προσωρινά λόγω έντονου συναισθήματος· άφωνος, άλαλος: Σοκαρίστηκε τόσο πολύ που για ώρα έμεινε ~. γ. σιωπηλός: Aπάντησέ μου· γιατί κάθεσαι έτσι ~;
μουγγά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. γ. (έκφρ.) στα ~, σιωπηλά, αθόρυβα. [ελνστ. μογγός `βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]