Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοτίφ το [motíf] Ο (άκλ.) : διακοσμητικό στοιχείο, ιδίως σε ύφασμα ή σε εργόχειρο: Tραπεζομάντιλο με δαντελένια ~. Nυχτικό με κεντημένα ~.
[λόγ. < γαλλ. motif (πρβ. λαϊκό μοτίφι)]