Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχομυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχομυρίζω [mosxomirízo] Ρ2.1α μππ. μοσχομυρισμένος : αναδίδω πολύ έντονη και ευχάριστη μυρωδιά· μοσχοβολώ: Mοσχομυρίζει ο φρεσκοκομμένος καφές.

[μσν. μοσχομυρίζω < μοσχο- + μυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσχομυρίζω· μοσκομυρίζω· μουσκομυρίζω.
  • Μυρίζω ωραία, ευωδιάζω:
    • από τα κρέατα μοσχομυρίζει τσίκνα (Προδρ. III 202 χφ Ρ κριτ. υπ.
    • τα φυλλαράκια … μοσκομυρίζου (Ερωφ. Ά 344).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ευωδιαστός:
    • ρόδον όμορφο και μοσκομυρισμένο (Ερωτόκρ. Β́ 448
    • Ω κόρη ευμορφότατη και μοσχομυρισμένη (Διγ. O 1751
    • (προκ. για τόπο):
      • την Κύπρον μας την μουσκομυρισμένην (Άσμα Μάλτ. 44).

[<ουσ. μόσχος + μυρίζω. Ο τ. μουσκ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. μοσκ‑ (Somav.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες