Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοσχοκάρφι το [mosxokárfi] Ο44 : το μπαχαρικό γαρίφαλο.
[μσν. μοσχοκάρφι < μοσχο- + καρφ(ί) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχοκάρφιον το· μουσκοκάρφιν.
-
- Είδος αρωματικού φυτού, το μοσχοκάρφι, το γαρίφαλο:
- Απέ τα μουσκοκάρφια και απέ τα φύλλα τους … (Ασσίζ. 4885).
[<ουσ. μόσχος + καρφίον. Τ. μοσκοκάρφι στο Βλάχ. και μουσκοκάρφι στο Du Cange (λ. μόσχος). Ο τ. και σήμ. κυπρ. Τ. ‑ι στο Du Cange (ό.π.) και σήμ. Η λ. στο Steph.]
- Είδος αρωματικού φυτού, το μοσχοκάρφι, το γαρίφαλο: