Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχοβολώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχοβολώ [mosxovoló] & -άω Ρ10.1α : αναδίδω πολύ έντονη και ευχάριστη μυρωδιά· μοσχομυρίζω: Mοσχοβολούν τα λουλούδια στον κήπο. Mοσχοβολάει το λιβάνι / το ψητό. || Tι άρωμα φοράς και μοσχοβολάς τόσο ωραία;

[μσν. *μοσχοβολώ (πρβ. μσν. μοσκοβολώ) < μοσχο- + -βολώ]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσχοβολώ· μοσκοβολώ.
  • Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζω:
    • τα ρόδα … μοσκοβολούσι (Τζάνε, Κατάν. Αφ. 4
    • εμοσκοβόλα ο τόπος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 233r).

[<ουσ. μόσχος + ‑βολώ. Η λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες