Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχαράκι το· μουσκαράκι(ο)ν.
-
- Μικρό μοσχάρι· (εδώ μεταφ. μειωτ.):
- εζήτησεν ίνα τιμήσωμεν τα μουσκαράκιά του, … ίνα ποιήσωμεν τον πρώτον μέγαν λογοθέτην … (Σφρ., Χρον. 1284).
[<ουσ. μοσχάρι + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. και σήμ. κρητ. (‑ι). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μικρό μοσχάρι· (εδώ μεταφ. μειωτ.):