Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοστράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοστράρω [mostráro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) εκθέτω, επιδεικνύω κτ.: Mοστράρισε τα καινούρια του παπούτσια.

[ιταλ. mostrar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες