Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφώνω [morfóno] -ομαι Ρ1 μππ. μορφωμένος* : 1. βελτιώνω κπ. πνευματικά και ηθικά, ιδίως με παροχή γνώσεων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης: Θέλει να μορφώσει τα παιδιά του, να τα κάνει επιστήμονες. 2. (λόγ., σπάν.) δημιουργώ, διαμορφώνω: ~ γνώμη / άποψη.
[λόγ. < ελνστ. μορφ(ῶ) -ώνω `δίνω σχήμα ή μορφή΄ σημδ. γερμ. bilden]
[Λεξικό Κριαρά]
- μορφώνω.
-
- I. (Ενεργ.) δίνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνω:
- δράκων μορφώσας εαυτόν εις ευειδή παιδίον (Διγ. Z 2813).
- IΙ. Μέσ.
- 1) Παίρνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνομαι:
- ο αρχιστράτηγος στ' ανθρώπου την νεότην μορφώθην (Αχέλ. 2425)·
- (προκ. για το Χριστό):
- Εκείθεν το Θαβώριον, εν ῴ Χριστός εμορφώθη (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1005).
- 2) Αλλάζω (όψη), μεταβάλλομαι, διαμορφώνομαι σε …:
- υπάν στην εκκλησίαν με μορφωμένον πρόσωπον τάχα της ευσεβείας (Φυσιολ. (Legr.) 453 (έκδ. μ’ εμμορφ‑)).
- 1) Παίρνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνομαι:
[αρχ. μορφόω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) δίνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνω: