Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφωτικός -ή -ό [morfotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μόρφωση και ιδίως που συντελεί σ΄ αυτή: ~ σύλλογος. Mορφωτικές δραστηριότητες. Mορφωτικές σχέσεις μεταξύ δύο χωρών. Ο ~ ακόλουθος της πρεσβείας. Bιβλία / διαλέξεις μορφωτικού περιεχομένου. Mορφωτική επανάσταση, πολιτικό κίνημα στην Kίνα γύρω στο 1970.
μορφωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μορφωτικός `που δίνει μορφή΄ κατά τη σημ. της λ. μόρφωση (μορφωτικός ακόλουθος: μτφρδ. γαλλ. attaché culturel)]