Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφοποίηση η [morfopíisi] Ο33 : 1. δημιουργία των χαρακτηριστικών ενός πράγματος, έτσι ώστε αυτό να πάρει την τελική του μορφή: Tην αρχική έμπνευση του έργου ακολούθησε η βαθμιαία μορφοποίησή του. || (τεχν.) Yδραυλική / μαγνητική / ηλεκτρική ~. 2. (πληροφ.) α. φορμάρισμα δισκέτας ή σκληρού δίσκου. β. επεξεργασία ενός κειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, ώστε να αποκτήσει το τελικό φόρματ του.
[λόγ. μορφοποιη- (μορφοποιώ) -σις > -ση]