Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορφολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορφολογικός -ή -ό [morfolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μορφολογία: Mορφολογικές διαφορές ανάμεσα σε δύο είδη ζώων / φυτών / σε δύο γλώσσες. H νέα ελληνική γλώσσα κληρονόμησε μεγάλο μέρος από τα μορφολογικά στοιχεία της αρχαίας. || ~ τύπος, η μορφή που μπορεί να πάρει το ανθρώπινο σώμα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο το άτομο είναι προσαρμοσμένο. || (γραμμ., ως ουσ.) το μορφολογικό, το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τους τύπους των λέξεων, δηλαδή με την κλίση των ονομάτων, αντωνυμιών, αριθμητικών και ρημάτων· τυπολογικό. μορφολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γερμ. morphologisch (ή μέσω του γαλλ. morphologique) < Morpholog(ie) = μορφολογ(ία) -isch = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες