Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφινομανής -ής -ές [morfinomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που ο οργανισμός του έχει εθιστεί στη χρήση της μορφίνης: Ο ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο μορφινομανής.
[λόγ. < γαλλ. morphinomane < morphin(e) = μορφίν(η) -ο- + -mane = -μανής]