Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφίνη η [morfíni] Ο30 : ουσία που προέρχεται από το όπιο και χρησιμοποιείται ως ηρεμιστικό, παυσίπονο ή ναρκωτικό: Ενέσεις μορφίνης σε καρκινοπαθείς.
[λόγ. < γαλλ. morphine < Morph(ée) < λατ. Morpheus < ελνστ. Μορφεύς (δες Μορφέας) -ine = -ίνη]