Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορτή η [mortí] Ο29 : το συμφωνημένο μερίδιο από την παραγωγή ενός κτήματος που ο καλλιεργητής οφείλει να δώσει στον ιδιοκτήτη του· γεώμορο: Kαλλιέργεια της γης με το σύστημα της μορτής.
[λόγ. < αρχ. μορτή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μορτή η· μουρτή.
-
- Το συμφωνημένο μερίδιο που δίνει από την ετήσια παραγωγή ενός κτήματος ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη του:
- αν δεν θελήσει να δώσει το πάχτος … ή την μουρτήν (Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 292).
[μτγν. ουσ. μορτή. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ., ΛΚΝ)]
- Το συμφωνημένο μερίδιο που δίνει από την ετήσια παραγωγή ενός κτήματος ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόρτης ο [mórtis] Ο11 θηλ. μόρτισσα [mórtisa] Ο27α : (παρωχ.) μάγκας ή αλήτης.
μορτάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti `πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto `πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα]