Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορς το [mórs] Ο (άκλ.) : ονομασία ενός συστήματος τηλεπικοινωνίας που αντί για φθόγγους μεταβιβάζει ειδικά σήματα, τα οποία παριστάνονται με συνδυασμούς από τελείες και παύλες: Hλεκτρομαγνητικά / φωτεινά / ηχητικά σήματα ~. Σήματα μορς, σήματα που μεταδίδονται με το συμβατικό αλφάβητο μορς.
[λόγ. < αγγλ. morse (code) < ανθρωπων. Morse (όν. Aμερικανού εφευρέτη)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορσικός -ή -ό [morsikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σύστημα μορς: ~ τηλέγραφος, που μεταδίδει ηλεκτρομαγνητικά σήματα μορς. Mορσικό αλφάβητο.
[λόγ. μορς -ικός]