Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορατόριουμ το [moratórium] Ο (άκλ.) : 1. προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών, ύστερα από συμφωνία μεταξύ τους: ~ πτήσεων πολεμικών αεροσκαφών πάνω από την Kύπρο. || (επέκτ.): ~ ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση όσον αφορά τα εθνικά θέματα. 2. το δικαιοστάσιο.
[λόγ. < νλατ. moratorium (λατ. moratorius `που καθυστερεί κτ.΄)]