Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονώνω [monóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω ή γενικά προστατεύω κτ. με ειδικό υλικό, ώστε να εμποδίζεται η κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος, του ήχου, της θερμότητας, του κρύου, της υγρασίας κτλ.: Mονωμένος ηλεκτρικός αγωγός. Mονωμένη στέγη. Tον χτύπησε το ρεύμα, γιατί το καλώδιο δεν ήταν καλά μονωμένο.
[λόγ. < αρχ. μον(ῶ) -ώνω `αφήνω μόνον΄ σημδ. γαλλ. isoler]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονώνω.
-
- (Μέσ.) μένω μόνος:
- αναφλέγεται … όταν μονωμένος ένι αμφοτέρως με το σώμα το ποθούμενον (Ερμον. Ε 437).
- Η μτχ. παρκ. =
- α) μοναχός, ολομόναχος:
- μετ’ αυτόν … πολεμήσω μονωμένος (αυτ. Τ 69)·
- β) μόνος, χωρίς την παρουσία τρίτων:
- λέγει προς αυτόν τοιάδε κρυφιώς και μονωμένη (αυτ. Ω 123).
- α) μοναχός, ολομόναχος:
[<μονώ. Η λ. σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- (Μέσ.) μένω μόνος: